συμβούλιο

συμβούλιο
το / συμβούλιον, ΝΜΑ [σύμβουλος]
σύνοδος για σύσκεψη, για ανταλλαγή απόψεων και λήψη αποφάσεων (α. «δεν έγιναν γνωστές οι αποφάσεις τού συμβουλίου» β. «ἐξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῑοι συμβούλιον ἔλαβον», ΚΔ
γ. «μεστὰ μὲν ἦν τὰ συμπόσια τοῡ βασιλέως, μεστὰ δὲ τὰ συμβούλια», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. ομάδα ανθρώπων που είναι εντεταλμένοι να παίρνουν αποφάσεις στον κύκλο ορισμένης αρμοδιότητας (α. «διοικητικό συμβούλιο» β. «εποπτικό συμβούλιο»)
2. τα πρόσωπα που μετέχουν σε σύσκεψη
3. φρ. α) «Συμβούλιο Επικρατείας» — το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο τής χώρας
β) «Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας - ΚΥ.ΣΕ.Α» — συλλογικό όργανο συγκείμενο από τον πρωθυπουργό, τους υπουργούς Εθνικής Άμυνας, Εσωτερικών και Εξωτερικών, τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ, τους αρχηγούς τών τριών όπλων, το οποίο παλαιότερα ονομαζόταν Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Αμύνης και το οποίο έχει ως αρμοδιότητα την εξέταση και τη λήψη αποφάσεων για κάθε θέμα που αναφέρται στην άμυνα τής χώρας
γ) «Συμβούλιο Ασφαλείας» — το πιο ουσιώδες όργανο τού Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών το οποίο έχει την κύρια ευθύνη για τη διατήρηση τής ειρήνης και τής διεθνούς ασφάλειας
δ) «Συμβούλιο Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας» — η Κομεκόν
ε) «Συμβούλιο τής Ευρώπης»
διεθν. δίκ. πολυκρατικός οργανισμός συντονισμένης συλλογικής αντιμετώπισης ζητημάτων κοινού τών μερών ενδιαφέροντος, όπως είναι η εγκληματικότητα, ο πολιτισμός, το περιβάλλον κ.ά.
στ) «Συμβούλιο Κηδεμονίας»
διεθν. δίκ. συμβούλιο που συστάθηκε για να επιτηρεί τη διοίκηση και την εποπτεία τών υπό κηδεμονία άλλοτε αποικιακών εδαφών από τα κράτη μέλη στα οποία είχε ανατεθεί η κηδεμονία τους από την Κοινωνία τών Εθνών
ζ) «συγγενικό συμβούλιο» — βλ. συγγενικός
η) «ιατρικό συμβούλιο» — σύσκεψη γιατρών για την εξέταση τής κατάστασης ενός ασθενούς
θ) «υπουργικό συμβούλιο» — το σύνολο τών υπουργών οι οποίοι αποτελούν την κυβέρνηση καθώς και η σύσκεψη τού σώματος αυτού υπό την προεδρία τού πρωθυπουργού
ι) «νομικό συμβούλιο» — το σώμα που αποτελείται από τους νομικούς συμβούλους όλων τών υπουργείων
ια) «πειθαρχικό συμβούλιο»
(ιδίως στις δημόσιες υπηρεσίες και στους πολιτικούς σχηματισμούς) συλλογικό όργανο, προβλεπόμενο από τον νόμο ή από τα αντίστοιχα καταστατικά, για την επιβολή πειθαρχικών ποινών
ιβ) «δικαστικά συμβούλια»
(νομ.) συλλογικά όργανα που συγκροτούνται όπως και τα αντίστοιχα δικαστήρια, τού πλημμελειοδικίου, τού εφετείου και τού Αρείου Πάγου, λειτουργούν κατά το στάδιο τής ευρύτερης προδικασίας, χωρίς δημόσια διαδικασία, και οι αποφάσεις που εκδίδουν ονομάζονται βουλεύματα, με τα οποία δεν επιβάλλονται ποινές, αλλά είτε απαλάσσεται ο κατηγορούμενος, αν κριθεί ότι είναι αβάσιμη η κατηγορία, είτε, αν κριθεί ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, παραπέμπεται σε δίκη στο αντίστοιχο αρμόδιο δικαστήριο το οποίο και θα κρίνει τελικά (α. «συμβούλιο πλημμελειοδικών» β. «συμβούλιο εφετών» γ. «συμβούλιο Αρείου Πάγου»)
μσν.
ανταλλαγή απόψεων, διαβουλεύσεις
αρχ.
σύνολο αρχόντων που συσκέπτονται («τότε ὁ Φῆστος συλλαλήσας μετὰ τοῡ συμβουλίου ἀπεκρίθη», ΚΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμβούλιο — το 1. ομάδα ατόμων που συνέρχονται σε σύσκεψη: Συνήλθε έκτακτα το υπουργικό συμβούλιο. – Αποτελεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης. 2. «Συμβούλιο της Επικρατείας», ανώτατο δικαστήριο που κρίνει τη συνταγματικότητα των αποφάσεων… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Συμβούλιο Ασφαλείας — Ένα από τα κυριότερα όργανα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Αποκλειστική του αρμοδιότητα είναι η λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Στο Σ. Α. αναγνωρίζεται ως η «πρωτεύουσα ευθύνη» για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • Συμβούλιο της Ευρώπης — Διεθνής οργανισμός, ο οποίος αποβλέπει στη διαφύλαξη και την ανάπτυξη των ιδεωδών και των αρχών, που αποτελούν κοινό κτήμα των Μελών του. Βλ. λ. Ευρώπης, Συμβούλιο της …   Dictionary of Greek

  • Δικαστικό Συμβούλιο — Συμβούλιο που λειτουργεί σε κάθε ποινικό δικαστήριο και έχει σημαντικές και αποφασιστικές αρμοδιότητες. Υπάρχουν τα Δ.Σ. των πλημμελειοδικών, των Εφετών και του Αρείου Πάγου, που προβλέπονται από τις διατάξεις της ποινικής δικονομίας ως όργανα… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκό Συμβούλιο — Το κυριότερο όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται είτε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών (διάσκεψη κορυφής) είτε από τους αρμόδιους υπουργούς για συγκεκριμένα θέματα. Κάθε χώρα ασκεί την… …   Dictionary of Greek

  • Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών — Εκκλησιαστικός οργανισμός που τον ίδρυσαν το 1948 στο Άμστερνταμ αντιπρόσωποι 147 εκκλησιών από 44 χώρες. Κατά τη σχετική διακήρυξη, πρόκειται για αδελφότητα Εκκλησιών οι οποίες ομολογούν πίστη στον Ιησού και επιθυμούν να συνεργαστούν για τη δόξα …   Dictionary of Greek

  • Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης — (ΕΣΡ). Ανεξάρτητη αρχή με έδρα την Αθήνα, που συστάθηκε με τον νόμο 1866/1989, σύμφωνα με τον οποίο παραχωρείτο στο ΕΣΡ το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του κράτους να ασκεί τον έλεγχο στη ραδιοτηλεόραση με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης… …   Dictionary of Greek

  • κούρτη — Συμβούλιο ηγεμόνων κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας, που φρόντιζε για τις πολιτικές και, συχνά, για τις δικαστικές υποθέσεις. Απαρτιζόταν από δώδεκα βαρόνους του Μοριά, τους κατώτερους υποτελείς άρχοντες και συνήθως από δύο κληρικούς.… …   Dictionary of Greek

  • έφοροι — Συμβούλιο των ανώτατων αρχόντων της αρχαίας Σπάρτης. Ο θεσμός υπήρχε και σε άλλες δωρικές πόλεις, όπως η Θήρα, η Κυρήνη, η Μεσσήνη και η Ηράκλεια της Ιταλίας. Οι έ., πού ήταν συνολικά πέντε, ασκούσαν συλλογικά τα καθήκοντά τους (συναρχία), είχαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”